- κουκουνάρι
- το1. κουκουνάρα.2. ο σπόρος του πεύκου.3. φρ., «Tην ταΐζει κουκουνάρια», τη συντηρεί πλουσιοπάροχα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουκουνάρι — και κουκκουνάρι, το (Μ κουκουνάριον) ο καρπός τού πεύκου, ο κώνος τής κουκουναριάς νεοελλ. 1. ο σπόρος που περικλείεται στον κώνο τού πεύκου 2. φρ. «τόν ταΐζει κουκουνάρια» τον συντηρεί πλουσιοπάροχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοκκωνάριον (< κόκκων), με… … Dictionary of Greek
κουκουνάρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 42 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 49 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κισσάμου. * * * και κουκκουνάρα, η 1. ο καρπός… … Dictionary of Greek
θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
κοκκονάριον — κοκκονάριον, τὸ (Α) το κουκουνάρι τού πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + υποκορ. κατάλ. άριον* (το ν για ευφωνικούς λόγους)] … Dictionary of Greek
κουκούνα — και κουκκούνα, η 1. βλαστός, κοτσάνι 2. κοινή ονομασία τού κώνου τού πεύκου ή τού έλατου, κουκουνάρι 3. συνεκδ. πεύκο 4. (στην παιδική γλώσσα) το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκων, με κώφωση τών ο και ω (πρβλ. κώδων > κουδούνι) + κατάλ. α] … Dictionary of Greek
κωνάριο — το (AM κωνάριον, Μ και κωνάρι[ν]) [κώνος] 1. μικρός κώνος πεύκου ή ελάτου, κουκουνάρι 2. ανατ. ο ενδοκρινής αδένας επίφυση μσν. μικρός βολβός κρεμμυδιού, κοκκάρι … Dictionary of Greek
κωνίο — το (Α κωνίον και κώνιον) [κώνος] μικρός κώνος, μικρό κουκουνάρι νεοελλ. (ανατ. φυσιολ.) κωνική προεξοχή φωτοευαίσθητου νευρώνα στον αμφισβληστροειδή χιτώνα τού οφθαλμού τών σπονδυλοζώων η οποία έχει άμεση σχέση με την όραση τών χρωμάτων και τη… … Dictionary of Greek
κωνόκαρπος — κωνόκαρπος, ὁ (Α) ο καρπός τού πεύκου, το κουκουνάρι … Dictionary of Greek
κόκαλος — και κόκκαλος, ο (AM κόκκαλος) νεοελλ. 1. κόκαλο 2. ο σκληρός πυρήνας τών καρπών, το κουκούτσι νεοελλ. μσν. ισχίο αρχ. 1. το κουκούτσι τού κουκουναριού 2. το κουκουνάρι 3. ο καρπός τού φυτού δαφνοειδές το κνίδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα… … Dictionary of Greek